- συμποσοῦνται
- συμποσόωreckon togetherpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμποσούμαι — συμποσοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμποσῶ, όω, ΜΑ ανέρχομαι, φτάνω σε κάποιο ποσό («τα ελλείμματα συμποσούνται σε 10 δισεκατομμύρια») μσν. αρχ. ενεργ. μετράω μαζί, υπολογίζω σε ενιαίο ποσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ποσῶ / ποσοῦμαι (<… … Dictionary of Greek